δαγκωτός

δαγκωτός
-ή, -ό
1. αυτός που έγινε από δάγκωμα
2. όποιος έχει δάγκωμα, ο δαγκωμένος
3. (για συναρμοζόμενα πράγματα) ο προσαρμοσμένος στις αντίστοιχες εσοχές ή εξοχές τού άλλου
4. φρ. «τού τό 'ριξα δαγκωτό» — τόν καταψήφισα με επιδεικτική εμπάθεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δαγκωτός, -ή — ό επίρρ. ά 1. αυτός που έγινε από δάγκωμα. 2. ο δαγκωμένος: Μου έδωσε ένα δαγκωτό κομμάτι ψωμί. 3. αυτός που συναρμολογείται με εσοχές και εξοχές: Το παζλ φτιάχνεται με κομμάτια που μπαίνουν δαγκωτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδάγκωτος — η, ο αυτός που δεν δαγκώθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *δαγκωτός < δαγκώνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”